- παραξέσας
- παραξέσᾱς , παραξέωgrazeaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραξέω — ΜΑ 1. ξύνω κάτι πλαγίως ή επιφανειακά 2. τραυματίζω ελαφρά («παραξέειν τὸν χρῶτα», Άνν. Κομν.) 3. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον 4. μιμούμαι («ἐντεῡθεν Σοφοκλῆς παραξέσας ποιεῑ τὸν Οἰδίποδα λέγοντα...», Ευστ.) αρχ. κάνω κάτι λείο, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek